- ορθοβουλία
- η правильное мышление; здравомыслие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορθοβουλία — η (Α ὀρθοθουλία) [ορθόβουλος] ορθή βουλή, ορθή σκέψη («ὑγροὶ ὀφθαλμοὶ ὀρθοβουλίαν τοῡ άνδρὸς κατηγοροῡσι», Πολ.) … Dictionary of Greek
ὀρθοβουλίαν — ὀρθοβουλίᾱν , ὀρθοβουλία right counsel fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)